Σε… υποβρύχιες αρχαιότητες κινδυνεύουν να μετατραπούν εμβληματικά μνημεία της χώρας, όπως είναι η αρχαία Δήλος, το Πυθαγόρειο στη Σάμο και το παλιό φρούριο της Κέρκυρας, όσο συνεχίζεται η άνοδος της στάθμης των θαλάσσιων υδάτων. Αλλά και αρχαιολογικοί χώροι που βρίσκονται μακριά από τα παράλια, όπως είναι η Επίδαυρος και η Αρχαία Μεσσήνη, αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις λόγω κλιματικής αλλαγής κυρίως εξαιτίας της ανομβρίας και της ξηρασίας που εντείνουν τη σφοδρότητα και τη συχνότητα εμφάνισης πυρκαγιών.
Εμφανείς είναι οι συνέπειες και στα δομικά υλικά μνημείων και ιστορικών κτιρίων τα οποία επηρεάζονται από κλιματικούς παράγοντες όπως είναι η ξηρασία, η υγρασία, οι απότομες θερμοκρασιακές μεταβολές και η επιβάρυνση από ατμοσφαιρικούς ρύπους και θαλάσσια άλατα.
Παράλληλα, ραγδαίες βροχοπτώσεις αυξάνουν τον κίνδυνο καθιζήσεων, αποσαθρώσεων, κατολισθήσεων και επιφανειακής διάβρωσης σε παραδοσιακούς οικισμούς της χώρας όπως το Τσεπέλοβο, το Πάπιγκο και το Δίλοφο Ζαγορίου.
Αυτά προέκυψαν, μεταξύ άλλων, από τις αναλύσεις των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Αρχαία Μεσσήνη, στη Δήλο, στον Βυζαντινό Ναό Πόρτα Παναγιά, στην Παλιά Πόλη Κέρκυρας και στα Ζαγοροχώρια – μνημεία που αντιπροσωπεύουν το πολύπλευρο φάσμα της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας – οι οποίες έγιναν από διεπιστημονική ομάδα της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ) στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού έργου LIFE – ΙΡ AdaptInGR που συντονίζεται από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) με επιστημονική υπεύθυνη την ομότιμη καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) κυρία Ελένη Μαΐστρου.
Δήλος
Ειδικότερα, όπως προέκυψε από την αξιολόγηση των αναλύσεων, η Δήλος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχαιολογικού χώρου που αντιμετωπίζει ένα σύνθετο φάσμα προκλήσεων. Η περιοχή παρουσιάζει αυξημένη έκθεση σε κλιματικούς κινδύνους, με κυριότερο την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, η οποία ενδέχεται να φτάσει έως και τα 104 εκατοστά έως το 2100 θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο σημαντικά τμήματα της παραθαλάσσιας αρχαιολογικής ζώνης, μεταξύ των οποίων το Ιερό του Απόλλωνα, τις οικιστικές δομές κοντά στο αρχαίο λιμάνι και την κεντρική νησίδα πρόσβασης.
Η τοπογραφία και τα σημεία φυσικής συγκέντρωσης νερού (λούκια, αρχαίοι δρόμοι, θεμέλια κτιρίων) ήδη καθιστούν ορισμένα τμήματα του χώρου ευάλωτα σε τοπικές συσσωρεύσεις σε ακραίες βροχοπτώσεις. Επιπλέον, τα υλικά και οι δομές των μνημείων φθείρονται σημαντικά από την υγρασία, τα άλατα, τις θερμικές διακυμάνσεις καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη εφαρμογής στοχευμένων μέτρων.
Στην Αρχαία Μεσσήνη το περιβάλλον όπου βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος αναμένεται να βιώσει αυξημένες θερμοκρασίες και ξηρότητα τα επόμενα έτη, με υψηλή πιθανότητα πυρκαγιών αλλά και ερημοποίησης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πλημμυρικά φαινόμενα λόγω της αδυναμίας του εδάφους να συγκρατήσει και να απορροφήσει το νερό. Οι υποδομές δεν είναι επαρκώς συντηρημένες, ενώ δεν διαθέτει σύστημα πυρόσβεσης (σ.σ. τελευταία εγκρίθηκε μελέτη πυροπροστασίας), αν και παλαιότερα είχε απειληθεί από πυρκαγιά.
Παλιά Πόλη της Κέρκυρας
Το ζωντανό ιστορικό οικιστικό σύνολο της Παλιάς Πόλης στην Κέρκυρα αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Και όπως οι υπόλοιπες ιστορικές πόλεις της χώρας (Ρόδος, Χανιά, Ναύπλιο, Ναύπακτος κ.λπ.), καλείται να συνδυάσει τις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής με τον αυθεντικό της χαρακτήρα ενώ είναι ευάλωτη στις αλλαγές του κλίματος (θερμική καταπόνηση, ραγδαίες βροχοπτώσεις, θαλάσσιοι υδροστρόβιλοι κ.λπ.).
Οι περιοχές που εκτιμάται ότι είναι ιδιαίτερα ευάλωτες λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας περιλαμβάνουν το δυτικό τμήμα της Παλιάς Πόλης – ιδίως την περιοχή της Σπηλιάς και το λιμάνι – καθώς και το κεντρικό και ανατολικό τμήμα του Παλαιού Φρουρίου.
Απότομες θερμοκρασιακές μεταβολές σε συνδυασμό με ατμοσφαιρικούς ρύπους, θαλάσσια άλατα και υγρασία δημιουργούν εκτεταμένες φθορές στα δομικά υλικά σε περιοχές του παραλιακού μετώπου, στην εβραϊκή συνοικία και γενικότερα όπου η δόμηση είναι πυκνή και η έκθεση στο ηλιακό φως μειωμένη.
Παραδοσιακοί οικισμοί
Στην περίπτωση των τριών παραδοσιακών οικισμών του Ζαγορίου (Τσεπέλοβο, Πάπιγκο, Δίλοφο), η αύξηση της έντασης και της συχνότητας των βροχοπτώσεων δημιουργεί μεγάλο κίνδυνο καθιζήσεων, αποσαθρώσεων, κατολισθήσεων και επιφανειακής διάβρωσης.
Παράλληλα, η σταδιακή μετατόπιση των φυτοκλιματικών ζωνών και η εξάπλωση ξενικών (εισβλητικών) ειδών έχουν άμεσες επιπτώσεις στο τοπίο και στην οικολογική του συνέχεια και μειώνουν τη φυσική ανθεκτικότητα των περιοχών στις επιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων.
Πόρτα Παναγιά
Ο βυζαντινός ναός Πόρτα Παναγιά βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευάλωτη γεωγραφική θέση, στην έξοδο του φαραγγιού του Πορταϊκού ποταμού και σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΛΛΕΤ η περιοχή συγκαταλέγεται στις ζώνες υψηλού δυνητικού κινδύνου πλημμύρας.
Ταυτόχρονα, η γεωλογική σύσταση της περιοχής – με ασβεστόλιθους, σχιστόλιθους και ποταμοχειμάρριες αποθέσεις – και οι υψηλές κλίσεις του εδάφους καθιστούν το μνημείο επιρρεπές σε κατολισθήσεις, εντείνοντας την ανάγκη λήψης προληπτικών μέτρων για τη σταθερότητα του εδάφους και τη δομική προστασία του. Σε επίπεδο υλικών, ο ναός ήδη εμφανίζει φθορές από την υγρασία και την κρυστάλλωση αλάτων.
Η προσέγγιση που ακολουθήθηκε στις πέντε μελέτες του LIFE – IP AdaptInGR βασίζεται σε ανάλυση των κλιματικών δεδομένων και καταγραφή των χαρακτηριστικών των μνημείων. Το 2026, σύμφωνα με την κυρία Μαΐστρου, θα κλείσει και η τελική φάση του προγράμματος, η οποία θα περιλαμβάνει την οικονομική αξιολόγηση των αναγκαίων δράσεων και έργων που θα πρέπει να γίνουν για την προσαρμογή τους στην κλιματική αλλαγή και ένα συνθετικό κείμενο συμπερασμάτων γενικά για τους αρχαιολογικούς χώρους της χώρας.
Αλλωστε, οι προτάσεις που προέκυψαν από τις πέντε μελέτες (π.χ. ενίσχυση ιστορικών υλικών, ανανέωση αποστραγγιστικών συστημάτων, δικτύων απορροής όμβριων υδάτων κ.ά.), καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τον μνημειακό πλούτο της χώρας, παρότι πάντα απαιτείται μελέτη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε περίπτωσης.